- φοσ(σ)άτον
- τὸ, ΜΑβλ. φουσάτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οσσατεύω — και φοσατεύω και φουσατεύω και φουσσατεύω και φωσατεύω Μ 1. στρατοπεδεύω 2. εκστρατεύω 3. στρατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοσ(σ)άτον / φουσ(σ)άτον / φώσ(σ)ατον παλαιότ. τ. τού φουσάτο] … Dictionary of Greek